τεχνῶ

τεχνῶ
τεχνάομαι
make by art
pres imperat mp 2nd sg
τεχνάομαι
make by art
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)
τεχνάζω
employ art
fut ind act 1st sg (attic epic ionic)
τεχνόω
instruct in an art
pres subj act 1st sg
τεχνόω
instruct in an art
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τεχνώ — όω, ΜΑ [τέχνη] διδάσκω κάποια τέχνη μσν. κατασκευάζω κάτι με έντεχνο τρόπο …   Dictionary of Greek

  • αριστοτέχνημα — το 1. άριστο έργο τέχνης, το αριστούργημα 2. (κατ επέκτ.) κάθε έργο που διακρίνεται από έξοχη επιτυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + τέχνημα < τεχνώ «κατασκευάζω κάτι με τέχνη» (πρβλ. καλλιτέχνημα, κομψοτέχνημα κ.ά.). Η λ. μαρτυρείται στον… …   Dictionary of Greek

  • μετατεχνώ — μετατεχνῶ, όω (Μ) μεταβάλλω, μετατρέπω κάτι με τέχνη, μεταβάλλω τεχνηέντως, μεταποιώ κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)* + τεχνῶ «διδάσκω τέχνη, μεταβάλλω με τέχνη» (< τέχνη)] …   Dictionary of Greek

  • μικροτέχνημα — το μικρών διαστάσεων έργο τέχνης, μικρό κομψοτέχνημα, μινιατούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) + τέχνημα (< τεχνώ). Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στον Κ.Δ. Μυλωνά] …   Dictionary of Greek

  • τέχνωσις — ώσεως, ἡ, ΜΑ [τεχνῶ] η τέχνη μσν. το να είναι κάτι τεχνικό …   Dictionary of Greek

  • τετεχνημένως — Α επίρρ. με τέχνη, τεχνηέντως («ὠνομάσθη δὲ ἀπό τοῡ ἁπλῶς καὶ οὐ τετεχνημένως γεγενῆσθαι», Ετυμολογικόν Μέγα). [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. μεσ. παρακμ. τετεχνημένος τού τεχνῶ «κατασκευάζω, φιλοτεχνώ» + επιρρμ. κατάλ. ως] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”