τεχνώ — όω, ΜΑ [τέχνη] διδάσκω κάποια τέχνη μσν. κατασκευάζω κάτι με έντεχνο τρόπο … Dictionary of Greek
αριστοτέχνημα — το 1. άριστο έργο τέχνης, το αριστούργημα 2. (κατ επέκτ.) κάθε έργο που διακρίνεται από έξοχη επιτυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + τέχνημα < τεχνώ «κατασκευάζω κάτι με τέχνη» (πρβλ. καλλιτέχνημα, κομψοτέχνημα κ.ά.). Η λ. μαρτυρείται στον… … Dictionary of Greek
μετατεχνώ — μετατεχνῶ, όω (Μ) μεταβάλλω, μετατρέπω κάτι με τέχνη, μεταβάλλω τεχνηέντως, μεταποιώ κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)* + τεχνῶ «διδάσκω τέχνη, μεταβάλλω με τέχνη» (< τέχνη)] … Dictionary of Greek
μικροτέχνημα — το μικρών διαστάσεων έργο τέχνης, μικρό κομψοτέχνημα, μινιατούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) + τέχνημα (< τεχνώ). Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στον Κ.Δ. Μυλωνά] … Dictionary of Greek
τέχνωσις — ώσεως, ἡ, ΜΑ [τεχνῶ] η τέχνη μσν. το να είναι κάτι τεχνικό … Dictionary of Greek
τετεχνημένως — Α επίρρ. με τέχνη, τεχνηέντως («ὠνομάσθη δὲ ἀπό τοῡ ἁπλῶς καὶ οὐ τετεχνημένως γεγενῆσθαι», Ετυμολογικόν Μέγα). [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. μεσ. παρακμ. τετεχνημένος τού τεχνῶ «κατασκευάζω, φιλοτεχνώ» + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek